Αυτή την ιστορία μπορεί και να την έχω ξαναπεί, γιατί είναι η αγαπημένη μου. Μπορεί και όχι. Είναι όμως η μέρα τέτοια που σηκώνει μια επανάληψη ή μια πρώτη αναφορά. Κάθε 28η Οκτωβρίου την θυμάμαι. Γιατί την ιστορία τη συνθέτουν πολλές μικρές προσωπικές αφηγήσεις πριν καταλήξει (αλίμονο πως; ) ανάγνωσμα σε ψυχρά βιβλία, γεμάτη με ημερομηνίες, τοπωνύμια και απρόσωπα γεγονότα. Συγχωρέστε με όσοι την έχετε ξανακούσει, συμπληρώστε με όσοι τη θυμάστε καλύτερα...
Αγροτική περιοχή, δυο - τρεις μέρες μετά την κήρυξη του πολέμου με την Ιταλία τον Οκτώβριο του 1940. Αναταραχή παντού. Ανασφάλεια. Αβεβαιότητα. Η εποχή γεμάτη δουλειές, καθώς έπρεπε στα χωράφια να ολοκληρωθεί το όργωμα με τα ζώα και να βιαστεί ο πρωταγωνιστής μας για τη σπορά. Το εισόδημα από τα χωράφια ζούσε ολόκληρη την οικογένεια και δεν υπήρχε πολυτέλεια για απώλειες και μισές δουλειές. Η οικογένεια μεγάλωνε σε λίγους μήνες και θα αποκτούσαν και δεύτερο παιδί. Στην πραγματικότητα ήταν το τρίτο, αλλά δεν ήταν γραφτό να ζήσει το προηγούμενο. Τι θα γινόταν τώρα; Κοντά στη φτώχεια τους και τις αρρώστιες είχε ξεκινήσει και ένας πόλεμος. Αν και δεν το ήξερε ακόμα έμελλε να εμπλακεί για δεύτερη φορά προσωπικά στα γρανάζια της ιστορίας και μιας ακόμα εθνικής περιπέτειας.
Η πρώτη φορά ήταν τότε που μικρό παιδί, τον ανέβασαν οι δικοί το πάνω στο κάρο μαζί με όσα πράγματα χωρούσαν και ξεκίνησαν ένα ταξίδι μακρινό, δύσκολο και χωρίς γυρισμό. Το χωριό του, εκεί κοντά στην Κωνσταντινούπολη, θα γινόταν πια "η πατρίδα" των διηγήσεων και της μνήμης. Έτσι τα έφερε η ζωή και είχε πια νέα πατρίδα και νέα χώματα για να παλεύει μαζί τους και να τα καρπίζει κάθε χρόνο. Και εκεί που πίστεψε πως θα ηρεμήσει, χαιρέκακα η μοίρα του ζητούσε να υπερασπιστεί τη νέα του πατρίδα αν δεν ήθελε να την εγκαταλείψει και αυτή...
Τα νέα ταξίδευαν δύσκολα την εποχή εκείνη. Ο πόλεμος όμως μαθεύτηκε γρήγορα. Αναρωτιόταν τι έπρεπε να κάνει. Αν θα τον καλούσαν. Τι θα γίνονταν τα χωράφια. Ποιος θα φρόντιζε τα ζώα. Ποιος θα πρόσεχε έγκυο γυναίκα και παιδί. Και πάνω από όλα πως θα εξασφάλιζαν τα προς το ζην αν αυτός έφευγε. Είχε εμπιστοσύνη στη γυναίκα του, δούλευε στα χωράφια σχεδόν όσο και ο ίδιος. Και φρόντιζε το σπίτι και το παιδί μια χαρά. Αλλά η κατάσταση τώρα ήταν διαφορετική. Τα πάντα έδειχναν δύσκολα και μαύρα.
Και ενώ περίμενε να φύγει για το μέτωπο ο ίδιος, το νέο ήρθε από αλλού. Χρειάζονταν επειγόντως υποζύγια στο μέτωπο!! Επιτάσσονταν τα άλογα και τα μουλάρια του χωριού με επείγουσες διαδικασίες. Έπρεπε λοιπόν να δώσει τον Ψαρρή! Το μεγάλο και δυνατό γκρίζο άλογο που ήταν η ψυχή στο όργωμα και στο αλώνισμα. Αυτόν που τραβούσε το κάρο κάθε μέρα για να τον πάει στο χωράφι, να κουβαλήσουν τα εργαλεία, τον σπόρο, την κοπριά για τη λίπανση, τα δεμάτια και τα τσουβάλια με την παραγωγή! Αυτόν που ώρες ολόκληρες τα απογεύματα τον βούρτσιζε, τον καθάριζε και του έδινε σανό λέγοντάς του ιστορίες από την "πατρίδα". Τον δικό του Ψαρρή! Είπαμε αγαπούσε όλα τα ζώα. Σκύλοι και γάτες είχαν την τιμητική τους τριγύρω του, όποτε καθόταν στην αυλή. Τους μιλούσε και εκείνα άκουγαν σαν μαγεμένα. Κότες, πετεινοί, κουνέλια, όλα εκεί... Μα το άλογο αυτό ήταν η αδυναμία του. Το μόνιμο παράπονο της γυναίκας του: "Αχ βρε Κωνσταντή (ναι έτσι τον έλεγαν, δεν το είπαμε; ), αν φρόντιζες και εμάς όσο τα ζώα, όσο το άλογο...". Όχι ότι δεν το έκανε, αλλά μα πως να το πω, με τον Ψαρρή ήταν το κάτι άλλο. Κοιτάζονταν στα μάτια και λες και συνεννοούνταν, του μιλούσε και νόμιζες πως μιλάει σε άνθρωπο, χλιμίντριζε εκείνο και του απαντούσε λες και κατάλαβε ακριβώς τι του είχε πει! Ήταν μια μαγική σχέση που ξεκινούσε από μια παράξενα μεγάλη αγάπη. Γιατί είπαμε, ο Κωνσταντής αγαπούσε τα ζώα...
Τον παρέδωσε τον Ψαρρή στο κοινοτικό γραφείο απ' έξω, ένα πρωί που συγκέντρωναν όλα τα ζωντανά. Τον είχε βουρτσίσει από την προηγουμένη, του είχε βάλει καινούρια πέταλα να αντέξουν στα βουνά και στα βράχια, του είχε περάσει καινούριο χαλινάρι γερό να αντέχει, τον είχε ταΐσει καλά και του είχε πει όσα πιο πολλά μπορούσε για το πόσο χρήσιμος θα ήταν από δω και στο εξής... Προετοίμαζε το ζωντανό για τον αποχωρισμό αλλά στην ουσία προετοίμαζε την καρδιά του... Υποψιαζόταν πως δεν θα το ξαναδεί. Αναρωτιόταν τι θα έκανε τώρα στα χωράφια χωρίς αυτό, μιας και ούτε λόγος για να πάρει άλλο. Τα οικονομικά δεν το επέτρεπαν. Πιο πολύ όμως τον ενοχλούσε ότι θα αποχωριζόταν έναν πιστό φίλο. Ότι θα έχανε έναν καλό συνομιλητή. Αποχαιρετώντας τον, του ψιθύρισε κάτι στο αυτί, κάτι που ποτέ του δεν αποκάλυψε σε κανέναν. Ήταν το μυστικό του με τον Ψαρρή... Και καθώς το καραβάνι με τα ζωντανά απομακρυνόταν σιγά σιγά, εκείνος ακούνητος και αμίλητος, έμεινε εκεί με ένα πικρό χαμόγελο να κοιτάζει το κεφάλι του Ψαρρή. Μέχρι που χάθηκε στη στροφή του μεγάλου δημόσιου δρόμου.
Η αγωνία του για τα χωράφια τον κυρίευσε τις επόμενες μέρες. Λύση δεν έβρισκε. Πως να οργώσει χωρίς το ζωντανό; Πως να σπείρει αν δεν οργώσει; Πως να πάει ως το χωράφι με τόσα εργαλεία και πράγματα; Την αγωνία του την μεγάλωσε μια άλλη είδηση, που ήρθε να συμπληρώσει την ήδη κακή κατάσταση. Έπρεπε να καταταγεί και ο ίδιος! Και μάλιστα άμεσα. Δεν υπήρχε χρόνος για να οργανώσει τίποτα. Θα έφευγε και ήλπιζε η γυναίκα και το παιδί να τα κατάφερναν με ότι είχαν ήδη στην άκρη και με ότι θα έδινε ο μπαξές έξω στην αυλή. Για παραγωγή σε σιτάρια και τέτοια ούτε λόγος πια... Ότι μπορούσε πλέον να βγει στη μικρή αυλή και σε ένα χωραφάκι μικρό λίγο έξω από τα τελευταία σπίτια του χωριού. Ότι κατάφερνε μια έγκυος με ένα παιδί...
Έφυγε. Δύσκολη μέρα. Δύσκολοι αποχαιρετισμοί. Δύσκολο και το μέλλον. Εκείνος πήγαινε στον πόλεμο, πραγματικό πόλεμο και ήδη τον κοίταζαν σαν μελλοθάνατο. Και εκείνοι έμεναν πίσω, χωρίς σχέδιο, χωρίς έσοδα, χωρίς μέλλον, σχεδόν και εκείνοι μελλοθάνατοι... Πως να πεις "αντίο"; Πως να πεις "θα τα ξαναπούμε", όταν τίποτα δεν είναι σίγουρο; Αυτό λοιπόν είναι ο πόλεμος, σκέφτηκε. Ένας βουβός αποχαιρετισμός χωρίς ελπίδα, μια απέραντη τραγωδία, πριν ακόμα πέσει η πρώτη ντουφεκιά, πριν ακόμα ακουστεί ο ήχος της πρώτης οβίδας...
Σύντομα βρέθηκε στο μέτωπο. Του έδωσαν την ειδικότητα του νοσοκόμου - τραυματιοφορέα. Συνέχεια στην πρώτη γραμμή. Εκεί που κυριαρχούσε ο θάνατος. Σκληρή δουλειά. Έπρεπε με το ντουφέκι στον ώμο να μπορεί ανά πάσα στιγμή να σκοτώσει έναν άνθρωπο ως εχθρό και την ίδια ώρα να τρέχει για να σώζει τους συμπολεμιστές του. Πως να αποτιμήσει την ανθρώπινη ζωή με ταμπέλες; Πως να αντέξει στη θέα των διαμελισμένων κορμιών; Πως να ακούει αδιάφορα τα ουρλιαχτά των πληγωμένων πάνω στο φορείο του την ώρα που προσπαθεί να τους βγάλει από τη ζώνη πυρός με τις σφαίρες να σφυρίζουν τριγύρω; Τι είναι πιο σημαντικό εκείνη τη στιγμή; Η ζωή του; Η ζωή του πληγωμένου συντρόφου; Οι ζωές όσων έμειναν πίσω; Πόσο σκληρός έπρεπε να γίνει; Ένιωθε ότι σκλήραινε μέσα του. Αγρίευε. Τι θα μπορούσε άλλωστε να τον κάνει πλέον να δακρύσει μετά από τόσους μήνες ζωής δίπλα στο θάνατο; Είχε πάψει σχεδόν να ελπίζει ότι θα μπορούσε να αισθανθεί και πάλι Άνθρωπος.
Ένα απόγευμα έλαβαν διαταγή να προχωρήσουν ακόμα πιο μπροστά στο μέτωπο. Κάποιο τμήμα του ελληνικού στρατού προχωρούσε σταθερά απωθώντας τον εχθρό, αλλά με σημαντικές απώλειες. Έπρεπε για άλλη μια φορά να μαζέψουν τραυματίες και νεκρούς. Πόσο θα προχωρήσουμε; Σκεφτόταν. Που θα φτάσουμε; Που είμαστε; Τις προάλλες είχε στείλει στη γυναίκα του μια φωτογραφία του, με το ντουφέκι παρά πόδας και τη σημείωση "από την Κορυτσά". Δεν τόλμησε να γράψει πολλά. Απλά ένα "υγιαίνω". Δεν ήλπιζε σε απάντηση. Που να τον βρει η απάντηση; Δεν ήξερε καν αν τα γράμματα και η φωτογραφία του θα έφταναν στον παραλήπτη. Ούτε καν αν υπήρχε ο παραλήπτης. Μόνος, αποκομμένος από τους δικούς του, προχωρούσε σε άγνωστα μέρη και μάζευε πτώματα και σακατεμένα κορμιά αγνώστων. Τα περιποιόταν, τα φρόντιζε, σκούπιζε τα αίματα, έπλενε τις πληγές και έκανε αυτό που ήξερε καλύτερα από όλα... τους μιλούσε. Δεν έχει σημασία αν άκουγαν, αν καταλάβαιναν, αν τους ενδιέφεραν τα λόγια του. Αυτός τους μιλούσε. Και ήταν διπλό γιατρικό τα λόγια του και για εκείνους και για τον ίδιο. Για την ψυχή του που ένιωθε να την χάνει...
Ξεκίνησαν κάνοντας μια γραμμή και κουβαλώντας τα σακίδια με τα φάρμακα και τα φορεία στην πλάτη. Δεν είχε σημασία που πηγαίναν, ούτε η κατεύθυνση. Άγνωστα μέρη όπου και να κοιτούσε. Του φάνηκε όμως ότι πήγαιναν προς το βοριά, και το μόνο που σκεφτόταν ήταν πως το κρύο θα ήταν ακόμα πιο πολύ όσο θα απομακρύνονταν. Έτσι σκυφτός από το βάρος και σκεπτικός, τυλιγμένος με τη βαριά χλαίνη, με καλυμμένο το κεφάλι με μια μάλλινη κουκούλα, ούτε πήρε χαμπάρι μια άλλη φάλαγγα που πλησίαζε από την ανάποδη μεριά. Εκείνοι επέστρεφαν μαζί με αρκετά μουλάρια και άλογα που ήταν φορτωμένα με ξύλινα κιβώτια στα πλευρά τους. Τα έρμα τα ζωντανά, σκιά του εαυτού τους, αγωνίζονταν να κουβαλήσουν το βάρος και να φτάσουν μια ώρα αρχύτερα στον προορισμό τους, λες και ήξεραν ότι γυρνούν σε καλύτερα μέρη από εκείνα που έφυγαν. Εκείνος δεν πρόσεξε τίποτα. Ήταν πολύ απορροφημένος από τα δικά του για να σηκώσει έστω και το κεφάλι. Του αρκούσε να βλέπει τη σκιά του μπροστινού του στο ημίφως του δειλινού, να ακούει τα βήματά του και να ακολουθεί.
|
Από: https://www.mixanitouxronou.gr/pos-chiliades-zoa-synevallan-sti-niki-enantion-ton-italon-ta-kathodigoysan-kyrios-antifronoyntes-oi-sygkinitikoi-apochorismoi-kai-aytoi-poy-anagkastikan-na-ta-fane-gia-na-mi-limoktonisoyn/
|
Ακούστηκε τότε μια φασαρία. Φωνές. Κάποιοι στρατιώτες από την άλλη φάλαγγα άρχισαν να σφυρίζουν. Τι είχε γίνει; Σήκωσε το κεφάλι του και έψαξε τριγύρω. Τι συνέβαινε; Γιατί τον έβγαζαν από τις σκέψεις του; Ένα άλογο, είχε ξεκόψει από τη γραμμή και πήγαινε ανάποδα, προς την άλλη κατεύθυνση, πλησιάζοντας προς το μέρος της δικής του φάλαγγας. Το κοίταξε από μακριά να πλησιάζει. Του πέρασε φευγαλέα μια υποψία, αλλά γέλασε μέσα του με την αφέλειά του. "Δεν είναι δυνατόν", μουρμούρισε... Και έκανε να συνεχίσει. Το άλογο όμως είχε ήδη πλησιάσει αρκετά. Ένα αδύναμο γκριζωπό ζώο που ήταν ολοφάνερο ότι κάποτε θα ήταν ξεχωριστό. Πήγε και στάθηκε μπροστά του. Έβαλε τη μουσούδα του στο κόρφο του Κωνσταντή, αναζητώντας τα χέρια του... Και εκείνος το άρπαξε, το χάιδευε και το αγκάλιαζε ξεσπώντας σε λυγμούς: "Ψαρρή!! Γέρο μου! Γεράσαμε και οι δύο εδώ πάνω μέσα σε λίγους μήνες! Αγνώριστοι γίναμε!" Όλο το βάρος και η στεναχώρια ένιωθε πως χάθηκε μονομιάς από πάνω του. Είχε το καλύτερο δώρο, την πιο ανέλπιστη συνάντηση πάνω σε ένα χιονισμένο βουνό, εκεί που νόμιζε πως όλα είχαν τελειώσει.
Έμειναν όλοι να κοιτάνε έναν φαντάρο να κλαίει και να αγκαλιάζει ένα ψωραλέο άλογο! Να το χαϊδεύει και να ψάχνει πάνω του για πληγές. Να κοιτάει τα δόντια του, τα πέταλά του. Να του μιλάει δυνατά αδιαφορώντας για όλους γύρω του! Μερικοί έκαναν το σταυρό τους γιατί δεν μπορεί ή τρελός ήταν ή κάποιο θαύμα γινόταν μπρος στα μάτια τους. Γιατί το άλογο απαντούσε χλιμιντρίζοντας και χώνοντας τη μούρη του στο κόρφο του στρατιώτη κάθε τόσο. Άλλοι απλά δάκρυσαν. Κάποιοι μετά από λίγο, θες γιατί βιάζονταν θες προσπαθώντας να αποφορτίσουν τη στιγμή, τον χτύπησαν στην πλάτη φιλικά και είπαν επίσης απλά "έλα πάμε, έχουμε δρόμο". Και εκείνος ξαναέσκυψε στο αυτί του Ψαρρή και του είπε πάλι κάτι. Μόνο που αυτή τη φορά το άκουσαν και άλλοι. "Τώρα πια Ψαρρή, δεν θα ξαναϊδωθούμε. Έχε γεια. Να προσέχεις". Ξαναφόρεσε την κουκούλα του, που είχε γλιστρήσει στους ώμους, βόλεψε το φορτίο στην πλάτη του, έσφιξε τη χλαίνη γύρω του και συνέχισε να περπατάει. Δάκρυζε για αρκετή ώρα και αυτό ήταν για τον ίδιο η πιο τρανή απόδειξη ότι είχε παραμείνει τελικά Άνθρωπος.
Για την Ιστορία να πούμε μόνο ότι ο Ψαρρής δεν επεστράφη ποτέ. Κανείς δεν ξέρει τι απέγινε. Ο Κωνσταντής, γύρισε στο σπίτι του ελάχιστες μέρες πριν το τέλος του πολέμου, τραυματισμένος στο μηρό. Δεν ζήτησε και δεν πήρε ποτέ καμιά αναγνώριση ή ανταπόδοση από το κράτος ούτε για τη συνεισφορά του αλόγου, που ήταν όλη του η περιουσία και το βασικό εργαλείο της δουλειάς του, ούτε για την προσωπική του εμπλοκή και περιπέτεια στο μέτωπο, ούτε για το τραύμα.
Τον γνώρισα γέρο πια αλλά δυναμικό, να καπνίζει τα τσιγάρα του καθισμένος οκλαδόν στο ντιβάνι του, γνήσιος ανατολίτης, να λέει ιστορίες και να φροντίζει ακόμα τα ζώα του. Ήμουν από τους τυχερούς που ο παππούς τους ζούσε σε χωριό, σε μικρό σπίτι με αυλή και είχε και κάρο και άλογο και κότες και σκύλο και γάτες και ότι άλλο μπορείς να φανταστείς. Είμαι τυχερός που έχω ανέβει στο κάρο του Κωνσταντή και τον έχω ζήσει να μιλάει στο άλογο του σαν να ήταν άνθρωπος. Και ακόμα πιο τυχερός που τον άκουσα να διηγείται την ιστορία που μόλις διαβάσατε.