Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2013

Χριστούγεννα 2013...

Ξεκίνησα να γράψω για χριστουγεννιάτικες ευχές. Λίγο η επαγγελματική διαστροφή για ιστορική ανάλυση των πάντων και τοποθέτησή τους στα "συμφραζόμενα", λίγο οι προσωπικές σκέψεις με αφορμή την ημέρα, λίγο η παγιωμένη πλέον άρνηση προς τις κλασικές εικόνες των ημερών με τα λαμπιόνια, τα στολισμένα δέντρα και τους χοντρούς αϊβασίληδες με τα ελάφια, ήρθε και σκαρώθηκε το παρακάτω κείμενο. Περισσότερο σκέψεις παρά ευχές. Και αφού το έγραψα, γύρισα στην αρχή και έβαλα τούτο εδώ τον πρόλογο, γιατί ένιωσα ότι χρωστούσα μια εξήγηση προκαταβολικά για μια χριστουγεννιάτικη ανάρτηση χωρίς ίχνος ... χριστουγεννιάτικης ατμόσφαιρας!!!!

Κάποτε, περίπου δύο χιλιάδες χρόνια πριν, την εποχή που γεννιόντουσαν ακόμα θεοί, ο κόσμος μπορούσε να αλλάξει.
Ή μήπως επειδή ο κόσμος ήθελε να αλλάξει, έπρεπε να γεννηθεί ένας Θεός;

Σκεφτόμουν σήμερα την αναστάτωση στις τάξεις των πιστών της παλιάς θρησκείας όταν άκουγαν και έβλεπαν τη νέα να χρησιμοποιεί τα σύμβολά της, να τα αλλάζει και εν τέλει να τα οικειοποιείται.
Ο νέος θεός, ο "Ήλιος της δικαιοσύνης", με τη γέννησή του ανατέλλει και πλέον οι πιστοί "[σε] γιγνώσκειν εξ ύψους ανατολήν", όπως τον παλιό θεό Ήλιο, που η λάμψη του όμως είχε ήδη αρχίσει να ξεθωριάζει καθώς άλλαζαν οι ανάγκες των πολιτών στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία.
Τον νέο Θεό τον προσκυνούν οι "τοις άστροις λατρεύοντες", και μάλιστα διδασκόμενοι "υπό αστέρος", σε μια προσπάθεια το παλιό να δέσει με το νέο, υποτάσσοντάς το χωρίς να το προκαλεί.
Το φως αλλάζει ονόματα...

Δεν πέρασαν παρόμοιες αγωνίες και αναστατώσεις και οι πιστοί του νέου αυτού Θεού, κάθε φορά που παρουσιάζονταν διάφοροι Σίμωνες Μάγοι, Άρειοι, Ιουλιανοί, αλλά και μωαμεθανοί, ινδουιστές, βουδιστές και τόσοι άλλοι προσφέροντας νέους θεούς, ενσωματώνοντας στοιχεία του δικού τους; Η θεογονία και η τιτανομαχία δεν συνέβησαν άπαξ...

Και μη γελιόμαστε, και ο κόσμος άλλαξε και οι πιστοί άλλαξαν και μαζί τους και ο θεός. Όποιος θέλει το βλέπει.

Σήμερα όμως δεν γεννιόνται πια θεοί όπως οι παλιοί. Δεν επιτρέπεται να γεννηθούν άλλοι τέτοιοι θεοί. Και αν παρόλα αυτά γεννηθεί κάποιος νέος, δεν θα είναι για να αλλάξει τον κόσμο, αλλά ακριβώς επειδή ο κόσμος θα έχει ήδη αλλάξει και θα τον χρειάζεται. Θα έχει και πάλι την ανάγκη να ακουμπήσει σε ένα Θεό για να υπάρξει.



Χρόνια πολλά και καλά σε όλους!! 

Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2013

Κρατώντας τη ζωή στις δύο χούφτες...

Μερικές φορές νιώθω σαν να κρατώ όλη τη ζωή μου μέσα στις δύο χούφτες...

Στη μία (την αριστερή θαρρώ) είναι όσα έχω ήδη ζήσει...

Στην άλλη (την δεξιά πια αναγκαστικά) τα θέλω, τα όνειρα, η ζωή που θα επέλεγα να ζήσω...

Σφίγγω τις χούφτες δυνατά για να μη χάσω τίποτα, ούτε παλιό ούτε μελλούμενο...
Κάνω να σμίξω τα χέρια και αυτά απλώνονται... Και εγώ σφίγγω όλο και πιο πολύ τα δάχτυλα...

Και μέσα από αυτές τις μέγγενες ακούγονται φωνές πνιγμένων που ζητούν αέρα...
Οι άλλοι, που η ζωή τους μπλέχτηκε με τη δική μου και βρέθηκε να ασφυκτιά μέσα στα χέρια μου...
Πηγή: http://sxoliopoliti.blogspot.gr/2013/09/blog-post.html

Μπορεί αν χαλαρώσουν οι γροθιές, να μπορέσουν να σμίξουν τα χέρια...
Με λιγότερο περιεχόμενο ίσως αφού θα μείνει ότι πραγματικά θέλει να μείνει...
Και αν ξανασμίξουν τα χέρια ίσως οι παλάμες γίνουν μία μεγάλη ανοικτή φωλιά...
Μια φωλιά για το πριν, για το τώρα, για το αύριο, για όλα μαζί και όσο καθένα θέλει...
Ένα καταφύγιο για όσα (αλίμονο και όσο ακόμα...) μπορούν να βαστούν τα χέρια μου...



Σε μια κίνηση προσφοράς και όχι κατοχής...

Για να θυμάμαι όσο θα μπορώ να θυμάμαι...
Για να θυμούνται όσοι και όσο θα θέλουν να θυμούνται...


Και τότε ίσως μπορέσουν να πλησιάσουν και άλλα χέρια...

Και να ενωθούν πραγματικά οι ζωές, οι αναμνήσεις και τα μελλούμενα... 

Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2013

...προσωπική επιστήμη, εγωπαθής τέχνη, ηδυπαθής τεχνική!!

Επιλέξτε την εικόνα εφόσον
θέλετε και εσείς να μάθετε
αν έχει προγραμματισμένη
διακοπή ρεύματος
στην περιοχή σας
Μια δεκάωρη διακοπή ρεύματος της ΔΕΗ σήμερα προκάλεσε μια παράξενη αναστάτωση στις συνήθειές μου. Κυριακή η ώρα 8 το πρωί! Με το λιγοστό ρεύμα που διατηρούσε στο router το ups, ίσα που κατάφερα να ανοίξω από την ταμπλέτα το δελτίο τύπου της ΔΕΗ (ή πιο σωστά πλέον της ΔΕΔΗΕ) που το έλεγε καθαρά: Προγραμματισμένη διακοπή ρεύματος από τις 7:30π.μ. έως τις 4μ.μ. Σιγή ασυρμάτου…
Έξω βρέχει και κάνει κρύο. Πως έχει γίνει έτσι η ζωή μας; Ένα ένα έρχονται στο μυαλό μου όσα δεν θα μπορέσουν να λειτουργήσουν το επόμενο δεκάωρο και υπολογίζω τις συνέπειες και τις ενέργειες που πρέπει να κάνω προληπτικά: Ψυγείο, τηλεόραση, υπολογιστής, ιντερνετ, τηλέφωνα που ξέμειναν από μπαταρία, το θυροτηλέφωνο, η γκαραζόπορτα και η πόρτα της αυλής για να βγει το αυτοκίνητο αν χρειαστεί, η αντλία για την απομάκρυνση των νερών από τη μικρή υπόγεια δεξαμενή που μαζεύει τα όμβρια, το καλοριφέρ!! Ευτυχώς δεν είναι νύχτα και σκοτάδι γιατί ο κατάλογος θα πήγαινε και άλλο σε μάκρος! Η αντλία δεν θα χρειαστεί αν η βροχή δεν δυναμώσει πολύ. Αποφασίζω ότι το σημαντικότερο όλων είναι το καλοριφέρ. Τα πάντα με οδηγούν στο τζάκι. Το καθαρίζω από παλιές στάχτες (ευτυχώς κρατάει κάποια κάρβουνα ακόμα από χτες και είναι ζεστό) και προσθέτω προσανάμματα και ξύλα. Γρήγορα οι φλόγες του υπόσχονται ότι το καλοριφέρ μπορεί να μη λειτουργήσει άφοβα…
Η προετοιμασία του καφέ χωρίς το μιξεράκι να τον χτυπήσει με οδηγεί σε δύο λύσεις: ή τον χτυπάω στο χέρι "όπως παλιά" ή … ναι! Ευκαιρία για έναν ελληνικό φτιαγμένο στο μπρίκι και το καμινέτο!! Έτοιμος και ο καφές, διπλός και με μπόλικο καϊμάκι, αχνίζει δίπλα μου. Συνήθως τώρα είναι η στιγμή που ανατρέχω σε μπλογκ, ειδήσεις και ιστοσελίδες στο ιντερνετ… Πράγμα αδύνατο σήμερα. Η ενημέρωση μπορεί να περιμένει…
Βόλος
Έτσι βρέθηκα με έναν ελληνικό, διπλό, αχνιστό καφέ ακουμπισμένο στο μπράτσο του καναπέ δίπλα μου και με ένα βιβλίο στο χέρι να απολαμβάνω τη ζεστασιά του τζακιού, ρίχνοντας κλεφτές ματιές έξω από το παράθυρο στον Βόλο που ξυπνούσε αργά και νωχελικά, σκεπασμένος με ένα αραιό σύννεφο καπνού από τα τζάκια και τις ξυλόσομπες. Η διακοπή ρεύματος της ΔΕΗ είχε αρχίσει να μου αρέσει. Αυτό το κυριακάτικο πρωινό είχε κάτι άγριο και όμορφο μαζί, κάτι από το παρελθόν, οικείο αλλά και μακρινό ταυτόχρονα! Και ήμουν έτοιμος να το ζήσω…

Το βιβλίο που εδώ και μέρες διαβάζω είναι ενός ντόπιου συγγραφέα, του Κ. Ακρίβου, με τίτλο "Αλλάζει πουκάμισο το φίδι". Δεν το έχω τελειώσει και δεν είναι ο σκοπός μου να το σχολιάσω ακόμα. Στέκομαι σε μια αναφορά του στον Πάνο Θεοδωρίδη, ο οποίος φέρεται να έχει γράψει κάπου τη φράση: "Η γεωγραφία είναι προσωπική επιστήμη,εγωπαθής τέχνη, ηδυπαθής τεχνική". Δυστυχώς δεν δίνει άλλες πληροφορίες ή παραπομπή. Αν μου λείπει το διαδίκτυο είναι κάτι τέτοιες στιγμές που θέλω να ψάξω και να βρω πληροφορίες. Μια φράση από ένα βιβλίο και ώρες ατελείωτες ψάξιμο στο διαδίκτυο μέχρι να αποφασίσω να πάω στην επόμενη σελίδα. Βασανιστικός τρόπος και αργός, αλλά πολύτιμο το ταξίδι.
Δεν βρήκα ακόμα χρόνο να ψάξω την παραπάνω αναφορά. Αλλά η φράση κόλλησε στο μυαλό μου. Και όχι για τη γεωγραφία, όσο και αν με το χώρο και την μελέτη του έχω μια ιδιαίτερη σχέση. Με προβλημάτισε σε σχέση με την αρχαιολογία. Μήπως η ίδια φράση δεν θα μπορούσε να βρει εφαρμογή και για την αρχαιολογία; Την επανέλαβα μέσα μου προσαρμοσμένη: "Η αρχαιολογία είναι προσωπική επιστήμη, εγωπαθής τέχνη, ηδυπαθής τεχνική". Μου άρεσε… Βάλθηκα να βρω εμπειρικά στιγμές και γεγονότα που να στηρίζουν τη φράση.
Πριν λίγες μέρες βρέθηκα με μια ομάδα ερευνητών, στην πεδιάδα του Αλμυρού και του Βελεστίνου, να παίρνουμε διάφορες μετρήσεις πάνω σε προϊστορικές μαγούλες. Η έρευνα φιλόδοξη και μεγάλη σε όγκο δουλειάς και σε στόχους. Ο καιρός κάθε άλλο παρά σύμμαχος, πότε απλά με κρύο και πότε κρύο με βροχή. Η λάσπη ανυπόφορη να περιπλέκει τα πράγματα και να χώνεται παντού, στα παπούτσια, στα ρούχα, στα ευαίσθητα ηλεκτρονικά όργανα, στα αυτοκίνητα, παντού… Τα απογεύματα επεξεργασία των δεδομένων και συζητήσεις πάνω στα πρώτα αποτελέσματα που έδειχναν οι πρωινές μετρήσεις. Με δεδομένο ότι η ομάδα αποτελούνταν κυρίως από θετικούς επιστήμονες διαφόρων εθνικοτήτων και προελεύσεων, σχετικούς κυρίως με τη γεωλογία και τις συμπεριφορές των γεωλογικών σχηματισμών, ήταν αναπόφευκτες και οι ερωτήσεις για τις μαγούλες, τη νεολιθική περίοδο, τον τρόπο ζωής και τα ευρήματα από εκείνη την εποχή.
Μαγούλα Βισβίκη
Εξήγησα με ευχαρίστηση πως η μαγούλα είναι ένας χαμηλός γήλοφος, που σχηματίστηκε ως αποτέλεσμα μιας επαναλαμβανόμενης διαδικασίας, καθώς οι κάτοικοι του προϊστορικού χωριού που υπήρχε στο συγκεκριμένο μέρος, έχτιζαν ξανά και ξανά τα σπίτια τους πάνω στα παλαιότερα ερείπια για χιλιετίες ολόκληρες δίνοντας ύψος στο χώρο και σχηματίζοντας τελικά τον χαρακτηριστικό λόφο. Ανέλυσα ότι οι νεολιθικές κοινωνίες αποτελούνταν από αγρότες και κτηνοτρόφους, που ζούσαν οργανωμένοι σε μικρές ομάδες και χρησιμοποιούσαν ως υλικά χτισίματος και ως εργαλεία, το χώμα, τον πηλό, το ξύλο, την πέτρα, τα κόκκαλα των ζώων. Με λίγα λόγια ανέπτυξα για άλλη μια φορά την επίσημη, κατά κάποιο τρόπο, αφήγηση αυτού που θα ονομάζαμε νεολιθικός πολιτισμός στην Θεσσαλία. Προφανώς, όμως, αυτή η αφήγηση περιείχε και πολλά δικά μου συμπεράσματα και υποθέσεις, είχε κομμάτια των δικών μου ερευνών, των δικών μου διαβασμάτων και των δικών μου βιωμάτων από τα χρόνια που περιδιαβαίνω τις μαγούλες και αφουγκράζομαι το εσωτερικό τους. Δεν θα γινόταν να είναι αλλιώς. Δεν μπορεί να λείπει ο αφηγητής από το περιεχόμενο μιας αφήγησης.
Όσο ήμασταν στο ύπαιθρο, πολλοί (κυρίως αγρότες) πέρασαν και σταμάτησαν για λίγο κοντά μας με περιέργεια να μάθουν τι ακριβώς κάναμε. Είχα αναλάβει την ενημέρωση. Η ίδια αφήγηση άλλοτε με περισσότερα και άλλοτε με λιγότερα λόγια. Άλλοι έφευγαν χωρίς να πουν κάτι ιδιαίτερο, άλλοι επέμεναν ότι οι μαγούλες κρύβουν θησαυρούς και λίρες! Είχαν μάλιστα και ως  αποδεικτικά στοιχεία  και επιχειρήματα αφηγήσεις των γονιών και των παππούδων τους για τούρκικα χωριά επάνω σε αυτές, με πλούσιους γεωκτήμονες και μεγάλα παλάτια. Θυμάμαι έναν αγρότη που πλησίασε με το παλιό, λευκό αγροτικό του αυτοκίνητο, ενώ ήδη είχε αρχίσει να βρέχει…
Είστε τρελοί; Φώναξε από μακριά. Τι κάνετε εδώ πάνω μέσα στη βροχή; Στο τέλος θα μου το πάρετε το χωράφι, είμαι σίγουρος!! Τον πλησίασα και του εξήγησα. Δυσκολευόταν  να πιστέψει ότι στο δικό του χωράφι από κάτω υπήρχε ένα χωριό λίγο πολύ σαν το δικό του, που το κατοικούσαν χιλιάδες χρόνια πριν αγρότες και κτηνοτρόφοι, λίγο πολύ σαν αυτόν και τους συγχωριανούς του! Το πρώτο εμπόδιο στην επικοινωνία ήταν ο φόβος πως θα χάσει το μοναδικό του χωράφι αν βγουν αρχαία. Η "αρχαιολογία" μας κάνει περήφανους με τάφους επωνύμων και αποδείξεις εθνικής συνέχειας, αλλά δεν είναι και ότι καλύτερο όταν αφορά το δικό μας χωράφι. Τον καθησύχασα και το επιχείρημα που μάλλον έπιασε ήταν ένα που ξάφνιασε και μένα τον ίδιο… "Δεν υπάρχει θέμα. Το κράτος αυτό τον καιρό όχι μόνο δεν μπορεί να αγοράσει ή να απαλλοτριώσει τίποτα, αλλά αντιθέτως πουλάει"!! Αν έχεις λοιπόν χρήματα αγόρασε εσύ από αυτό, αν όχι μην ανησυχείς, δεν στο παίρνει… Γέλασε ο άνθρωπος και χαλάρωσε! Όλοι στην ίδια κρίση ζούμε και παλεύουμε… Ζήτησε ένα τσιγάρο. Δεν καπνίζω, αλλά στο βαν της ομάδας υπήρχε  ένα πακέτο ανοικτό. Του πρόσφερα. Και εκεί μέσα στη βροχή ξεκίνησε εκείνος πια, να μου λέει τη δική του αφήγηση για όσα έγιναν εκεί στη μαγούλα…
"Μπαρμπούτσαλα" έχει από κάτω, μου λέει. Τίποτα δεν έχει!!  Τούρκοι έμεναν εδώ και δεν άφησαν τίποτα πίσω τους. Το ξέρω γιατί μου το είπε ο πατέρας μου. Άσε που διάφοροι επιτήδειοι έχουν ρημάξει το χωράφι τα βράδια να το σκάβουν. Ψάχνουν για λίρες. Τίποτα δεν βρίσκουν άλλο από πέτρες και τσαγκλιά… Και το μόνο που μένει είναι εγώ να τρέχω να κλείνω τις τρύπες και να ξαναφτιάχνω το χωράφι. Και καλά να σπείρεις πάλι από την αρχή  τέτοιο καιρό, τι γίνεται όμως αν είναι λίγο πριν το θερισμό; Διπλό το κακό… Και αν λες εσύ ότι εδώ ζούσαν γεωργοί σαν εμένα, ακόμα χειρότερα… Χαμένοι άνθρωποι ήταν, χειρότερα από εμάς… Χιλιάδες χρόνια πριν, ε; Για δες!! Και εμείς παλεύουμε να βγάλουμε πέρα μια ζωή 60 – 70 χρόνων!!! Στάρι εγώ, στάρι και αυτοί λες, έτσι; Έχω και κάτι πρόβατα, που είπες πως είχαν και εκείνοι.. Τι άλλο να κάνεις σ' αυτόν τον τόπο; Και γιατί το ψάχνετε; Τι το θέλετε το χωριό τους; Τι να βρείτε; Νομίσματα δεν έχει μια φορά, δεν έχω βρει ούτε ένα τόσα χρόνια. Χαμένοι άνθρωποι… Μια ζωή μέσα στη λάσπη και τη σκόνη! Τι τους θέλετε; Αφήστε τους στην ησυχία τους και αυτούς και εμάς. Γιατί αν βρείτε κάτι και μου πάρουν το χωράφι κάηκα!! Βλέπεις εκείνη την πομόνα εκεί κάτω, πέντε χωράφια παρακεί; Εκεί ήταν το χωράφι μου εμένα. Και ήρθαν και τα ξαναμοίρασαν το '70. Κόψανε και καινούριους δρόμους λέει. Βλέπεις εσύ κανένα δρόμο πέρα από αυτό το λασπωμένο πέρασμα; Αλλά τι να τους κάνω που ήμουν άρρωστος τότε και έδωσαν το χωράφι μου σε άλλον και εμένα με έριξαν εδώ στη μαγούλα… Που να καλλιεργήσεις εκεί πάνω; Στραγγίζει το νερό και ξεραίνεται το έδαφος. Πρέπει να ποτίζω συνέχεια. Και το τρακτέρ ζορίζεται ανέβα-κατέβα με το αλέτρι και τα εργαλεία από πίσω. Πολλά τα έξοδα. Είναι όμως ότι έχω και δεν έχω. Από εδώ ζω. Και εσύ μου λες για νόμους και αρχαία! "Μπαρμπούτσαλα" έχει, στο ξαναλέω… Τον καιρό σας χάνετε! Χαμένοι άνθρωποι και αυτοί και εμείς! Τέλειωσε το τσιγάρο. Σε αφήνω, έχω και δουλειές. Αύριο θα έρθω να το οργώσω. Θα έχετε φύγει;
Ναι, την επομένη θα ήμασταν όλοι σε διαφορετικά μέρη. Και ο καθένας θα μπορούσε να πει σε όποιον τον ρωτούσε τη δική του αφήγηση για τις μαγούλες, για το παρελθόν, για τους σύγχρονους και τους αρχαίους γεωργούς, για τα "μπαρμπούτσαλα" και τους "χαμένους ανθρώπους", για ένδοξο παρελθόν και τις σημαντικές αρχαιολογικές ανακαλύψεις που έδωσαν οι μετρήσεις των ακριβών και ευαίσθητων ηλεκτρονικών οργάνων.

Ναι, νομίζω πως ταιριάζει απόλυτα τελικά: Η αρχαιολογία είναι όντως μια προσωπική επιστήμη, εγωπαθής τέχνη, ηδυπαθής τεχνική!! Γιατί υπάρχει μόνο εφόσον κάποιος την ασκεί και απόλυτα συνυφασμένα με τον τρόπο που την ασκεί. Όταν και όπως κάποιος αφηγείται!!

Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2013

"Μέχρι να πέσει η Πούλια στη Θάλασσα"…

Πλειάδες ή Πλειάς ή Μ45
Για τους φίλους σκέτο ... Πούλια
Εφτά νύμφες, σαν τα κρύα τα νερά, χάθηκαν με μιας δίνοντας τέρμα στη ζωή τους. Οι Πλειάδες. Η Αλκυόνη, η Μαία, η Κελαινώ, η Ηλέκτρα, η Μερόπη, η Ταϋγέτη και η μικρή Στερόπη. Δεν τις αδικώ. Ο καημός τους μεγάλος και αβάσταχτος, καθώς έπρεπε να βλέπουν ολημερίς και ολονυχτίς τον πατέρα τους τον Άτλαντα να υποφέρει κάτω από το βάρος της γης. Άλλοι πάλι, πιο πονηροί, διαδίδουν άλλες φήμες. Πως ο Ωρίωνας, γίγαντας φοβερός και τρομερός, ορέχτηκε τα κάλλη τους και τις κυνήγαγε πέντε ολάκερα χρόνια. Τρομαγμένες αυτές κατέφυγαν στο Δία που τις έκρυψε στον ουρανό αλλάζοντάς τες με αστέρια. Ο Ωρίωνας όμως τις κυνήγησε και εκεί, στα μονοπάτια του ουρανού, αλλάζοντας και αυτός με μια του κίνηση σε αστερισμό. Και από ότι φαίνεται τις κυνηγάει ακόμα… Μπρος εκείνες, πίσω αυτός, μέχρι να χαθούν στον ορίζοντα, στη θάλασσα…
Πλειάδες.
Οι Νύμφες που καθόριζαν τις εποχές
Κάθε Μάιο προβάλουν για πρώτη φορά στην ανατολή διαλαλώντας τον ερχομό του καλοκαιριού που ζυγώνει. Κάθε Νοέμβριο βουτούν στη θάλασσα και χάνονται στη Δύση κυνηγημένες από τον τρομερό γίγαντα, σημαδεύοντας την αρχή του παγερού χειμώνα.
Και «Όντας η Πούλια βασιλεύει, ο καλός ο ζευγολάτης αποσπέρνει, κι ούτε τσοπάνος στα βουνά, κι ούτε ζευγάς στους κάμπους». Μόνο στους ελαιώνες θα ακούσεις φωνές και γέλια, ειδικά αν ο καρπός είναι πολύς και η υπόσχεση για το υγρό χρυσάφι μεγάλη!

Ο Νοέμβριος ξέρει καλά αυτό το κυνηγητό. Χρόνια πολλά τώρα βλέπει τις νύμφες να χάνονται, τους γεωργούς να βιάζονται να τελειώσουν τη σπορά τους και τους τσοπαναραίους να κατεβαίνουν γρήγορα – γρήγορα στους κάμπους με τα ζωντανά. Δώδεκα παλικάρια σέρνουν το χορό του γέρου χρόνου και αυτού του έτυχε να είναι ο ενδέκατος και προτελευταίος. Μαζί με τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο αποτελούν αχώριστη παρέα. Μαζί τα πίνουνε τα καινούρια κρασιά και μαζί μαζεύουν ξύλα για το τζάκι του χειμώνα που έρχεται. Θυμάται τότε που μια γριά είχε ξεμείνει σπίτι τους για να γλιτώσει από την μπόρα. Μαζί με του δυο φίλους του κρατώντας σταφύλια και κρασί τη ρώτησαν: – Με τους μήνες Σεπτέμβρη, Οκτώβρη και Νοέμβρη πώς τα πάτε;
"Twelve Months"
by M. Pichugina 

– Αυτούς τους μήνες, αποκρίθηκε η γυναίκα, μαζεύουν οι άνθρωποι τα σταφύλια και τα κάνουν κρασί. Κι αλλιώς έχουν αυτό το καλό που δίνουν είδηση πως έρχεται ο χειμώνας και φροντίζουν οι άνθρωποι για ξύλα, για κάρβουνα και για βαριά φορέματα, για να ζεσταίνονται. 

Δεν ήταν όμως πάντα ενδέκατος. Το θυμάται ακόμα… Το μαρτυράει και το όνομά του για όποιον ξέρει να διαβάζει τις λέξεις και να τις κατανοεί ακόμα… Novem … Εννιά… November… Ο ένατος….

Ρώμη, περίπου επτά αιώνες πριν το Χριστό, ο Numa Pompilius, Ρωμαίος Αυτοκράτορας  με θέληση να αφήσει το όνομά του γραμμένο στην ιστορία, αποφάσισε πως ο Χρόνος χρειάζονταν ακόμα δύο παλικάρια κοντά στα δέκα που είχε ως τότε. Θες από ματαιοδοξία, θες από ευκολία τα έβαλε αυτά τα νέα και αμούστακα παιδιά, πρώτα στη σειρά.
Numa Pompilius
Το πρώτο το ονόμασε Ιανουάριο, προς τιμή του διπρόσωπου θεού Ιανού. Ποιες σκοτεινές υποσχέσεις και τάματα προς το θεό ξοφλούσε άραγε και θέλησε το δεύτερο να το ονομάσει Φεβρουάριο για να εξαγνιστεί;   Februum … Εξαγνίζω… Και έτσι, με αυτά και με αυτά βρέθηκε αυτός από ένατος να γίνει ενδέκατος… Είχε κρατήσει το όνομα αλλά έχανε … τη χάρη! Και δεν ήταν η πρώτη φορά. Αφού για τους Αθηναίους ήταν πέμπτος στη σειρά και εκεί τον φώναζαν "Μαιμακτηριών", προς τιμήν του θυελλώδη (Μαιμάκτου) Δία…



Νοέμβρη μήνα αν κοιτάξεις ψηλά στον ουρανό με καρτερική διάθεση και πίστη στα μυστήρια του σύμπαντος, δεν μπορεί παρά να δεις τα πεφταστέρια. Εκεί από τον αστερισμό του λιονταριού, μικρά – μικρά φωτεινά σημαδάκια, οι «Λεοντίδες» έρχονται προς τη γη σαν βροχή.  Ώρα για μια ευχή. Θα βγει λένε όσοι το έχουν δοκιμάσει αλλά και όσοι ακόμα ελπίζουν και περιμένουν…


Κάντε μια ευχή. Μέχρι η Πούλια να πέσει στη Θάλασσα, έχουμε λίγο χρόνο ακόμα…

Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2013

Ο Ψαρρής



Αυτή την ιστορία μπορεί και να την έχω ξαναπεί, γιατί είναι η αγαπημένη μου. Μπορεί και όχι. Είναι όμως η μέρα τέτοια που σηκώνει μια επανάληψη ή μια πρώτη αναφορά. Κάθε 28η Οκτωβρίου την θυμάμαι. Γιατί την ιστορία  τη συνθέτουν πολλές μικρές προσωπικές αφηγήσεις πριν καταλήξει (αλίμονο πως; ) ανάγνωσμα σε ψυχρά βιβλία, γεμάτη με ημερομηνίες, τοπωνύμια και απρόσωπα γεγονότα. Συγχωρέστε με όσοι την έχετε ξανακούσει, συμπληρώστε με όσοι τη θυμάστε καλύτερα... 

Ο λόγος για έναν άνθρωπο που αγαπούσε τα ζώα. Ήταν για αυτόν φίλοι, συνεργάτες, συνομιλητές. Γιατί ναι, μιλούσε με τα ζώα και του μιλούσαν και αυτά με τον τρόπο τους.

Αγροτική περιοχή, δυο - τρεις μέρες μετά την κήρυξη του πολέμου με την Ιταλία τον Οκτώβριο του 1940. Αναταραχή παντού. Ανασφάλεια. Αβεβαιότητα. Η εποχή γεμάτη δουλειές, καθώς έπρεπε στα χωράφια να ολοκληρωθεί  το όργωμα με τα ζώα και να βιαστεί ο πρωταγωνιστής μας για τη σπορά. Το εισόδημα από τα χωράφια ζούσε ολόκληρη την οικογένεια και δεν υπήρχε πολυτέλεια για απώλειες και μισές δουλειές. Η οικογένεια μεγάλωνε σε λίγους μήνες και θα αποκτούσαν και δεύτερο παιδί. Στην πραγματικότητα ήταν το τρίτο, αλλά δεν ήταν γραφτό να ζήσει το προηγούμενο. Τι θα γινόταν τώρα; Κοντά στη φτώχεια τους και τις αρρώστιες είχε ξεκινήσει και ένας πόλεμος. Αν και δεν το ήξερε ακόμα έμελλε να εμπλακεί για δεύτερη φορά προσωπικά στα γρανάζια της ιστορίας και μιας ακόμα εθνικής περιπέτειας.

Η πρώτη φορά ήταν τότε που μικρό παιδί, τον ανέβασαν οι δικοί το πάνω στο κάρο μαζί με όσα πράγματα χωρούσαν και ξεκίνησαν ένα ταξίδι μακρινό, δύσκολο και χωρίς γυρισμό. Το χωριό του, εκεί κοντά στην Κωνσταντινούπολη, θα γινόταν πια "η πατρίδα" των διηγήσεων και της μνήμης. Έτσι τα έφερε η ζωή και είχε πια  νέα πατρίδα και νέα χώματα για να παλεύει μαζί τους και να τα καρπίζει κάθε χρόνο. Και εκεί που πίστεψε πως θα ηρεμήσει, χαιρέκακα η μοίρα του ζητούσε να υπερασπιστεί τη νέα του πατρίδα αν δεν ήθελε να την εγκαταλείψει και αυτή...

Τα νέα ταξίδευαν δύσκολα την εποχή εκείνη. Ο πόλεμος όμως μαθεύτηκε γρήγορα. Αναρωτιόταν τι έπρεπε να κάνει. Αν θα τον καλούσαν. Τι θα γίνονταν τα χωράφια. Ποιος θα φρόντιζε τα ζώα. Ποιος θα πρόσεχε έγκυο γυναίκα και παιδί. Και πάνω από όλα πως θα εξασφάλιζαν τα προς το ζην αν αυτός έφευγε. Είχε εμπιστοσύνη στη γυναίκα του, δούλευε στα χωράφια σχεδόν όσο και ο ίδιος. Και φρόντιζε το σπίτι και το παιδί μια χαρά. Αλλά η κατάσταση τώρα ήταν διαφορετική. Τα πάντα έδειχναν δύσκολα και μαύρα.

Και ενώ περίμενε να φύγει για το μέτωπο ο ίδιος, το νέο ήρθε από αλλού. Χρειάζονταν επειγόντως υποζύγια στο μέτωπο!! Επιτάσσονταν τα άλογα και τα μουλάρια του χωριού με επείγουσες διαδικασίες. Έπρεπε λοιπόν να δώσει τον Ψαρρή! Το μεγάλο και δυνατό γκρίζο άλογο που ήταν η ψυχή στο όργωμα και στο αλώνισμα. Αυτόν που τραβούσε το κάρο κάθε μέρα για να τον πάει στο χωράφι, να κουβαλήσουν τα εργαλεία, τον σπόρο, την κοπριά για τη λίπανση, τα δεμάτια και τα τσουβάλια με την παραγωγή! Αυτόν που ώρες ολόκληρες τα απογεύματα τον βούρτσιζε, τον καθάριζε και του έδινε σανό λέγοντάς του ιστορίες από την "πατρίδα". Τον δικό του Ψαρρή! Είπαμε αγαπούσε όλα τα ζώα. Σκύλοι και γάτες είχαν την τιμητική τους τριγύρω του, όποτε καθόταν στην αυλή. Τους μιλούσε και εκείνα άκουγαν σαν μαγεμένα. Κότες, πετεινοί, κουνέλια, όλα εκεί... Μα το άλογο αυτό ήταν η αδυναμία του. Το μόνιμο παράπονο της γυναίκας του: "Αχ βρε Κωνσταντή (ναι έτσι τον έλεγαν, δεν το είπαμε; ), αν φρόντιζες και εμάς όσο τα ζώα, όσο το άλογο...". Όχι ότι δεν το έκανε, αλλά μα πως να το πω, με τον Ψαρρή ήταν το κάτι άλλο. Κοιτάζονταν στα μάτια και λες και συνεννοούνταν, του μιλούσε και νόμιζες πως μιλάει σε άνθρωπο, χλιμίντριζε εκείνο και του απαντούσε λες και κατάλαβε ακριβώς τι του είχε πει! Ήταν μια μαγική σχέση που ξεκινούσε από μια παράξενα μεγάλη αγάπη. Γιατί είπαμε, ο Κωνσταντής αγαπούσε τα ζώα...

Τον παρέδωσε τον Ψαρρή στο κοινοτικό γραφείο απ' έξω, ένα πρωί που συγκέντρωναν όλα τα ζωντανά. Τον είχε βουρτσίσει από την προηγουμένη, του είχε βάλει καινούρια πέταλα να αντέξουν στα βουνά και στα βράχια, του είχε περάσει καινούριο χαλινάρι γερό να αντέχει, τον είχε ταΐσει καλά και του είχε πει όσα πιο πολλά μπορούσε για το πόσο χρήσιμος θα ήταν από δω και στο εξής... Προετοίμαζε το ζωντανό για τον αποχωρισμό αλλά στην ουσία προετοίμαζε την καρδιά του... Υποψιαζόταν πως δεν θα το ξαναδεί. Αναρωτιόταν τι θα έκανε τώρα στα χωράφια χωρίς αυτό, μιας και ούτε λόγος για να πάρει άλλο. Τα οικονομικά δεν το επέτρεπαν. Πιο πολύ όμως τον ενοχλούσε ότι θα αποχωριζόταν έναν πιστό φίλο. Ότι θα έχανε έναν καλό συνομιλητή. Αποχαιρετώντας τον, του ψιθύρισε κάτι στο αυτί, κάτι που ποτέ του δεν αποκάλυψε σε κανέναν. Ήταν το μυστικό του με τον Ψαρρή... Και καθώς το καραβάνι με τα ζωντανά απομακρυνόταν σιγά σιγά, εκείνος ακούνητος και αμίλητος, έμεινε εκεί με ένα πικρό χαμόγελο να κοιτάζει  το κεφάλι του Ψαρρή. Μέχρι που χάθηκε στη στροφή του μεγάλου δημόσιου δρόμου.

Η αγωνία του για τα χωράφια τον κυρίευσε τις επόμενες μέρες. Λύση δεν έβρισκε. Πως να οργώσει χωρίς το ζωντανό; Πως να σπείρει αν δεν οργώσει; Πως να πάει ως το χωράφι με τόσα εργαλεία και πράγματα; Την αγωνία του την μεγάλωσε μια άλλη είδηση, που ήρθε να συμπληρώσει την ήδη κακή κατάσταση. Έπρεπε να καταταγεί και ο ίδιος!  Και μάλιστα άμεσα. Δεν υπήρχε χρόνος για να οργανώσει τίποτα. Θα έφευγε και ήλπιζε η γυναίκα και το παιδί να τα κατάφερναν με ότι είχαν ήδη στην άκρη και με ότι θα έδινε ο μπαξές έξω στην αυλή. Για παραγωγή σε σιτάρια και τέτοια ούτε λόγος πια... Ότι μπορούσε πλέον να βγει στη μικρή αυλή και σε ένα χωραφάκι μικρό λίγο έξω από τα τελευταία σπίτια του χωριού. Ότι κατάφερνε μια έγκυος με ένα παιδί...

Έφυγε. Δύσκολη μέρα. Δύσκολοι αποχαιρετισμοί. Δύσκολο και το μέλλον. Εκείνος πήγαινε στον πόλεμο, πραγματικό πόλεμο και ήδη τον κοίταζαν σαν μελλοθάνατο. Και εκείνοι έμεναν πίσω, χωρίς σχέδιο, χωρίς έσοδα, χωρίς μέλλον, σχεδόν και εκείνοι μελλοθάνατοι... Πως να πεις "αντίο"; Πως να πεις "θα τα ξαναπούμε", όταν τίποτα δεν είναι σίγουρο; Αυτό λοιπόν είναι ο πόλεμος, σκέφτηκε. Ένας βουβός αποχαιρετισμός χωρίς ελπίδα, μια απέραντη τραγωδία, πριν ακόμα πέσει η πρώτη ντουφεκιά, πριν ακόμα ακουστεί ο ήχος της πρώτης οβίδας...

Σύντομα βρέθηκε στο μέτωπο. Του έδωσαν την ειδικότητα του νοσοκόμου - τραυματιοφορέα. Συνέχεια στην πρώτη γραμμή. Εκεί που κυριαρχούσε ο θάνατος. Σκληρή δουλειά. Έπρεπε με το ντουφέκι στον ώμο να μπορεί ανά πάσα στιγμή να σκοτώσει έναν άνθρωπο ως εχθρό και την ίδια ώρα να τρέχει για να σώζει τους συμπολεμιστές του. Πως να αποτιμήσει την ανθρώπινη ζωή με ταμπέλες; Πως να αντέξει στη θέα των διαμελισμένων κορμιών; Πως να ακούει αδιάφορα τα ουρλιαχτά των πληγωμένων πάνω στο φορείο του την ώρα που προσπαθεί να τους βγάλει από τη ζώνη πυρός με τις σφαίρες να σφυρίζουν τριγύρω; Τι είναι πιο σημαντικό εκείνη τη στιγμή; Η ζωή του; Η ζωή του πληγωμένου συντρόφου; Οι ζωές όσων έμειναν πίσω; Πόσο σκληρός έπρεπε να γίνει; Ένιωθε ότι σκλήραινε μέσα του. Αγρίευε. Τι θα μπορούσε άλλωστε να τον κάνει πλέον να δακρύσει μετά από τόσους μήνες ζωής δίπλα στο θάνατο; Είχε πάψει σχεδόν να ελπίζει ότι θα μπορούσε να αισθανθεί και πάλι Άνθρωπος.

Ένα απόγευμα έλαβαν διαταγή να προχωρήσουν ακόμα πιο μπροστά στο μέτωπο. Κάποιο τμήμα του ελληνικού στρατού προχωρούσε σταθερά απωθώντας τον εχθρό, αλλά με σημαντικές απώλειες. Έπρεπε για άλλη μια φορά να μαζέψουν τραυματίες και νεκρούς. Πόσο θα προχωρήσουμε; Σκεφτόταν. Που θα φτάσουμε; Που είμαστε; Τις προάλλες είχε στείλει στη γυναίκα του μια φωτογραφία του, με το ντουφέκι παρά πόδας και τη σημείωση "από την Κορυτσά". Δεν τόλμησε να γράψει πολλά. Απλά ένα "υγιαίνω". Δεν ήλπιζε σε απάντηση. Που να τον βρει η απάντηση; Δεν ήξερε καν αν τα γράμματα και η φωτογραφία του θα έφταναν στον παραλήπτη. Ούτε καν αν υπήρχε ο παραλήπτης. Μόνος, αποκομμένος από τους δικούς του, προχωρούσε σε άγνωστα μέρη και μάζευε πτώματα και σακατεμένα κορμιά αγνώστων. Τα περιποιόταν, τα φρόντιζε, σκούπιζε τα αίματα, έπλενε τις πληγές και έκανε αυτό που ήξερε καλύτερα από όλα... τους μιλούσε. Δεν έχει σημασία αν άκουγαν, αν καταλάβαιναν, αν τους ενδιέφεραν τα λόγια του. Αυτός τους μιλούσε. Και ήταν διπλό γιατρικό τα λόγια του και για εκείνους και για τον ίδιο. Για την ψυχή του που ένιωθε να την χάνει...

Ξεκίνησαν κάνοντας μια γραμμή και κουβαλώντας τα σακίδια με τα φάρμακα και τα φορεία στην πλάτη. Δεν είχε σημασία που πηγαίναν, ούτε η κατεύθυνση. Άγνωστα μέρη όπου και να κοιτούσε. Του φάνηκε όμως ότι πήγαιναν προς το βοριά, και το μόνο που σκεφτόταν ήταν πως το κρύο θα ήταν ακόμα πιο πολύ όσο θα απομακρύνονταν. Έτσι σκυφτός από το βάρος και σκεπτικός, τυλιγμένος με τη βαριά χλαίνη, με καλυμμένο το κεφάλι με μια μάλλινη κουκούλα, ούτε πήρε χαμπάρι μια άλλη φάλαγγα που πλησίαζε από την ανάποδη μεριά. Εκείνοι επέστρεφαν μαζί με αρκετά μουλάρια και άλογα που ήταν φορτωμένα με ξύλινα κιβώτια στα πλευρά τους. Τα έρμα τα ζωντανά, σκιά του εαυτού τους, αγωνίζονταν να κουβαλήσουν το βάρος και να φτάσουν μια ώρα αρχύτερα στον προορισμό τους, λες και ήξεραν ότι γυρνούν σε καλύτερα μέρη από εκείνα που έφυγαν.  Εκείνος δεν πρόσεξε τίποτα. Ήταν πολύ απορροφημένος από τα δικά του για να σηκώσει έστω και το κεφάλι. Του αρκούσε να βλέπει τη σκιά του μπροστινού του στο ημίφως του δειλινού, να ακούει τα βήματά του και να ακολουθεί.
Από: https://www.mixanitouxronou.gr/pos-chiliades-zoa-synevallan-sti-niki-enantion-ton-italon-ta-kathodigoysan-kyrios-antifronoyntes-oi-sygkinitikoi-apochorismoi-kai-aytoi-poy-anagkastikan-na-ta-fane-gia-na-mi-limoktonisoyn/

Ακούστηκε τότε μια φασαρία. Φωνές. Κάποιοι στρατιώτες από την άλλη φάλαγγα άρχισαν να σφυρίζουν. Τι είχε γίνει; Σήκωσε το κεφάλι του και έψαξε τριγύρω. Τι συνέβαινε; Γιατί τον έβγαζαν από τις σκέψεις του; Ένα άλογο, είχε ξεκόψει από τη γραμμή και πήγαινε ανάποδα, προς την άλλη κατεύθυνση, πλησιάζοντας προς το μέρος της δικής του φάλαγγας. Το κοίταξε από μακριά να πλησιάζει. Του πέρασε φευγαλέα μια υποψία, αλλά γέλασε μέσα του με την αφέλειά του. "Δεν είναι δυνατόν", μουρμούρισε... Και έκανε να συνεχίσει. Το άλογο όμως είχε ήδη πλησιάσει αρκετά. Ένα αδύναμο γκριζωπό ζώο που ήταν ολοφάνερο ότι κάποτε θα ήταν ξεχωριστό. Πήγε και στάθηκε μπροστά του. Έβαλε τη μουσούδα του στο κόρφο του Κωνσταντή, αναζητώντας τα χέρια του... Και εκείνος το άρπαξε, το χάιδευε και το αγκάλιαζε ξεσπώντας σε λυγμούς: "Ψαρρή!! Γέρο μου! Γεράσαμε και οι δύο εδώ πάνω μέσα σε λίγους μήνες! Αγνώριστοι γίναμε!" Όλο το βάρος και η στεναχώρια ένιωθε πως χάθηκε μονομιάς από πάνω του. Είχε το καλύτερο δώρο, την πιο ανέλπιστη συνάντηση πάνω σε ένα χιονισμένο βουνό, εκεί που νόμιζε πως όλα είχαν τελειώσει.

Έμειναν όλοι να κοιτάνε έναν φαντάρο να κλαίει και να αγκαλιάζει ένα ψωραλέο άλογο! Να το χαϊδεύει και να ψάχνει πάνω του για πληγές. Να κοιτάει τα δόντια του, τα πέταλά του. Να του μιλάει δυνατά αδιαφορώντας για όλους γύρω του! Μερικοί έκαναν το σταυρό τους γιατί δεν μπορεί ή τρελός ήταν ή κάποιο θαύμα γινόταν μπρος στα μάτια τους. Γιατί το άλογο απαντούσε χλιμιντρίζοντας και χώνοντας τη μούρη του στο κόρφο του στρατιώτη κάθε τόσο. Άλλοι απλά δάκρυσαν. Κάποιοι μετά από λίγο, θες γιατί βιάζονταν θες προσπαθώντας να αποφορτίσουν τη στιγμή, τον χτύπησαν στην πλάτη φιλικά και είπαν επίσης απλά "έλα πάμε, έχουμε δρόμο". Και εκείνος ξαναέσκυψε στο αυτί του Ψαρρή και του είπε πάλι κάτι. Μόνο που αυτή τη φορά το άκουσαν και άλλοι. "Τώρα πια Ψαρρή, δεν θα ξαναϊδωθούμε. Έχε γεια. Να προσέχεις". Ξαναφόρεσε την κουκούλα του, που είχε γλιστρήσει στους ώμους, βόλεψε το φορτίο στην πλάτη του, έσφιξε τη χλαίνη γύρω του και συνέχισε να περπατάει. Δάκρυζε για αρκετή ώρα και αυτό ήταν για τον ίδιο η πιο τρανή απόδειξη ότι είχε παραμείνει τελικά Άνθρωπος.

Για την Ιστορία να πούμε μόνο ότι ο Ψαρρής δεν επεστράφη ποτέ. Κανείς δεν ξέρει τι απέγινε. Ο Κωνσταντής, γύρισε στο σπίτι του ελάχιστες μέρες πριν το τέλος του πολέμου, τραυματισμένος στο μηρό. Δεν ζήτησε και δεν πήρε ποτέ καμιά αναγνώριση ή ανταπόδοση από το κράτος ούτε για τη συνεισφορά του αλόγου, που ήταν όλη του η περιουσία και το βασικό εργαλείο της δουλειάς του, ούτε για την προσωπική του εμπλοκή και περιπέτεια στο μέτωπο, ούτε για το τραύμα.

Τον γνώρισα γέρο πια αλλά δυναμικό, να καπνίζει τα τσιγάρα του καθισμένος οκλαδόν στο ντιβάνι του, γνήσιος ανατολίτης, να λέει ιστορίες και να φροντίζει ακόμα τα ζώα του. Ήμουν από τους τυχερούς που ο παππούς τους ζούσε σε χωριό, σε μικρό σπίτι με αυλή και είχε και κάρο και άλογο και κότες και σκύλο και γάτες και ότι άλλο μπορείς να φανταστείς. Είμαι τυχερός που έχω ανέβει στο κάρο του Κωνσταντή και τον έχω ζήσει να μιλάει στο άλογο του σαν να ήταν άνθρωπος. Και ακόμα πιο τυχερός που τον άκουσα να διηγείται την ιστορία που μόλις διαβάσατε. 

Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2013

Αλλαγή Ώρας

Είναι  ο χρόνος ανθρώπινο μέτρο και όριο, γεμάτο στιγμές και γεγονότα…
Η ιδέα της απουσίας του τρομάζει και θεοποιείται…
Μόνο οι θεοί μπορεί να είναι αιώνιοι και άχρονοι…
Κατασκευάσαμε το χρόνο κατά πως τον καταλαβαίναμε…
Και μετά βαλθήκαμε να τον μετράμε κατά πως μας βόλευε…
Τον ορίσαμε με τους πλανήτες και τ’ άστρα, το φως και το σκοτάδι…
Τον χωρίσαμε σε κομματάκια υπολογίζοντας του ήλιου το λιοπύρι, της γης το πρασίνισμα, το πέσιμο των φύλλων, τις βροχές και τα χιόνια…
Τον βαφτίσαμε με ονόματα θεών, ηγεμόνων και αριθμών…
Τον περιορίσαμε στων ρολογιών το αέναο στριφογύρισμα πάνω στην ίδια πλάκα…
Τον διαβάσαμε στις ταλαντώσεις των υποατομικών σωματιδίων...
Και αρχίσαμε να τον διορθώνουμε κάθε τέσσερα χρόνια, κάθε άνοιξη και φθινόπωρο…
Και όλοι περιμένουμε κάτι από αυτόν, κάτι που θα έρθει…
Σήμερα, αύριο, μεθαύριο, στις μεταβολές του χρόνου, τις κάθε είδους αλλαγές…
Και περιμένουμε την επόμενη αλλαγή ελπίζοντας πως θα φέρει κάτι καλό…

Ο καθένας με τους λόγους του και τις επιθυμίες του…
Γιατί τελικά ο χρόνος φαίνεται πως είναι προσωπική υπόθεση...



Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2013

Η ΠΡΟΣΜΟΝΗ

Γλυκιά η προσμονή και βασανιστική! Τρυπώνει στο μυαλό και το κυριεύει. Ξετρυπώνει κάθε λεπτό με κάθε σκέψη και απαιτεί αποκλειστικότητα. Άλλοτε παραλύει και δυσκολεύει κινήσεις και αποφάσεις και άλλοτε κινητοποιεί χαρίζοντας μια απρόσμενη ζωντάνια. Μα πάνω από όλα έχει τη δύναμη να ελέγχει το χρόνο με έναν τρόπο μαγικό: τον επιβραδύνει μέχρι που τον σταματά!

Το ρολόι φαντάζει σταματημένο όσο συχνά και αν πέφτει το βλέμμα πάνω του. Οι μέρες δεν περνούν.Τα πάντα κυλούν σαν σε αργή κίνηση. Και είναι ο στόχος, το αντικείμενο του πόθου, η στιγμή της συνάντησης με ότι αναμένεται σαν να απομακρύνεται, να ξεγλιστράει όλο και πιο μακριά.

Και όταν έρθει εκείνη η ώρα καταλαβαίνει κανείς το υπέρτατο σχέδιο. Η προσμονή είναι αυτή που δίνει την αξία στο στόχο. Όσο πιο μεγάλη η λαχτάρα και η αγωνία της προσμονής, τόσο πιο μοναδικό αποκαλύπτεται το προσδοκώμενο.

Ευτυχισμένοι όσοι υπήρξαν στη ζωή τους αιτία να φαντάζει ο χρόνος παγωμένος για χάρη τους, για όσο καιρό έλειπαν από κάποιον...